- ανίδρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) не вспотевший; 2) легко, без труде доставшийся; 3) лёгкий, нетрудоёмкий, неутомительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνίδρωτος — without having sweated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ανίδρωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ιδρώνει εύκολα, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος ανίδρωτος. 2. αυτός που αποχτιέται άκοπα: Μερικοί στο χωριό πίστευαν πως ο γιατρός κέρδιζε ανίδρωτα χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνίδρωτοι — ἀνίδρωτος without having sweated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίδρως — ἀνίδρως, ων (Α) αυτός που δεν ιδρώνει, ο δίχως ιδρώτα, ανίδρωτος … Dictionary of Greek